ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ

Τό γνῶθι σαυτόν
ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ/ Β΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ. ΠΕΡΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
3. Περὶ ψεύδους
«Ψεῦδος εἶναι κάποιο εἶδος φαντασίας ποὺ κατασκευάζει στὴ διάνοια τὴν ἐντύπωση πὼς εἶναι ὑπαρκτὸ τὸ ἀνύπαρκτο» (Γρηγοριος Νύσσης). Τὸ ψέμα εἶναι πλάνη τῆς ἀπάτης.
Ψέμα εἶναι γέννημα πλανεμένης ψυχῆς καὶ ἐσκοτισμὲνου νοῦ. Τὸ ψεῦδος δηλώνει ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό, πόλεμο πρὸς τὴν ἀλήθεια καί ἔχθρα πρὸς τὴ δικαιοσύνη. Τὸ ψέμα εἶναι σκοτάδι, ἐξέρχεται δὲ ἀπὸ τὶς σκοτεινὲς σπηλιὲς τοῦ Ἅδη καὶ ζητάει νὰ καλύψει τὴ γῆ, γιὰ νὰ μὴ φωτίζουν οἱ ἀκτῖνες τῆς ἀλήθειας τοὺς κατοίκους της. Συσσωρεύει σύννεφα γιὰ νὰ καλύψει τὸν καθαρὸ οὐρανό τῶν κατοίκων της, ἀλλὰ τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας τὰ διαλύει καὶ τὰ διασκορπίζει. Κι ἔτσι τὸ φῶς ἐμφανίζεται λαμπερὸ καὶ εὐφρόσυνο. Τίποτε δὲν εἶναι πιὸ ἀδύναμο ἀπὸ τὸ ψέμα, ὅπως τίποτα δὲν εἶναι ἰσχυρότερο ἀπὸ τὴν ἀλήθεια.
Ὁ Χρυσόστομος λὲει: «Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἰσχυρή, τὸ ψεῦδος ἀσθενές. Διότι ἡ ἀλήθεια, ἀκόμα καὶ μὲ τὸν τελευταῖο τυχόντα νὰ συναναστραφεῖ, θὰ τὸν ἀναδείξει λαμπρό. Τὸ δὲ ψέμα, ἀκόμη κι ἂν εἶναι μαζὶ μὲ τοὺς ἰσχυρούς, τοὺς ἀποδεικνύει ἀδύναμους».
Ὁ δὲ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας λέει: «Νοσεῖ τὸ ψεῦδος, διότι ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ του εἶναι ἀσθενὲς καὶ πολλὲς φορὲς ἐξωραΐζεται μὲ προσποιητοὺς ὡραϊσμούς, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν καὶ οἱ ἄσεμνες γυναῖκες».
Ὅπως ἡ ἀλήθεια εἶναι γνώση, σοφία καὶ σύνεση, ἔτσι καὶ τὸ ψέμα εἶναι ἄγνοια, ἀνοησία καὶ ἀφροσύνη. Τὸ ψέμα γεννάει θλίψη καὶ ταραχὴ στὴν καρδιά, φέρνει τὸ αἶσχος καὶ καταντροπιάζει αὐτοὺς ποὺ τὸ ἔχουν συνεχῶς στὰ χείλη τους. Εἶναι πολυσχιδὲς καὶ ποικιλόμορφο. Ὴ ἀπάτη καὶ ὁ δόλος εἶναι συγκάτοικοι του. Τὸ ἀκολουθεῖ ἡ ἀδικία καὶ ὁ φόνος. Κάνει τὸ ναὶ ὄχι καὶ τὸ ὄχι ναί. Τὸ φῶς σκοτάδι καί τὸ σκοτάδι φῶς. Τὸ δίκαιο τὸ λέει ἄδικο καί τὸ ἄδικο τὸ λέει δίκαιο, ἔτσι στρέφεται ἐναντίον τῶν ἐντολῶν τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Τὸ ψεῦδος φέρνει τὴν ἐπικράτηση τῆς βασιλείας τοῦ κακοῦ. Ἐργάζεται τὸ κακό. Πολὺ τὸ βοηθοῦν ἡ διαβολὴ καὶ ἡ συκοφαντία. Εἶναι ἄτιμο καὶ ἄθλιο, μισεῖται ἀπ’ ὅλους καὶ τὴν ὄψη του οἱ ἄνθρωποι τὴν ἀντικρύζουν μὲ ἀπέχθεια. Τὸ ἀποστρέφονται καὶ τὸ σιχαίνονται σὰν τέκνο τοῦ πονηροῦ.
4. Ἡ εἰκόνα τοῦ ψεύτη ἀνθρώπου.
Ὁ ψεύτης εἶναι ἄνθρωπος κακοήθης, πονηρός, ἀπατεῶνας, ἀσεβὴς καὶ διεφθαρμένος. Ἔχει μοχθηρὴ ψυχὴ καὶ ἡ καρδιά του ἀγαπάει τὸ ψέμα, καθοδηγεῖται ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ δουλεύει στὴν ἁμαρτία. Ἀθέτησε τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ μίσησε τὴν ἀλήθεια. Ὅλη τὴν ἡμέρα μελετάει τὴν ἀδικία καὶ τὴν ἀνομίακαὶ δὲν εὐλαβεῖται στὰ λόγια του, τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ὁ θολωμένος του νοῦς σκέπτεται πονηριὲς καὶ ἐπινοεῖ ψέματα, προκειμένου νὰ ἐναντιωθεῖ στὴν ἀλήθεια. Λέει τὸ φῶς σκοτάδι καὶ τὸ σκοτάδι φῶς, τὸ δίκαιο ἄδικο καὶ τὸ ἄδικο δίκαιο, μὲ σκοπὸ νὰ ἀδικήσει τὸν πλησίον του. Ἀπὸ τὸ πρόσωπο του ἀπουσιάζει ἡ ντροπὴ καὶ κάθε συστολὴ τὸν ἔχει ἐγκαταλείψει. Ἐνῶ ἀποκαλύπτεται τὸ ψεῦδος του, δὲν ντρέπεται, ἐνῶ ἐλέγχεται σὰν ψεύτης, δὲν κοκκινίζει. Ὑπὸσχεται ὁτιδήποτε στὸν συνάνθρωπο καὶ τελικὰ ἀναιρεῖ τὶς ὑποσχέσεις του. Ὁτι σήμερα ὀμολογεῖ σὰν ἀλήθεια, αὔριο τὸ βεβαιώνει σὰν ψέμα, ὅτι χθὲς καταδίκαζε σὰν ἄδικο, σήμερα τὸ ὑποστηρίζει σὰν δίκαιο.
Ὁ ψεύτης εἶναι μισητὸς σὲ ὅλους, ὅλοι τὸν ἀποστρέφονται, κανεὶς δὲν ζητάει τὴ φιλία του, ἀντιμετωπίζεται ἀρνητικὰ ἀπ’ ὅλους, κανεὶς δὲν τὸν πιστεύει. Ἐνῶ ζεῖ στὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, μένει ἔρημος ἀπὸ φίλους. Οἱ δρόμοι ποὺ βαδίζει εἶναι διεφθαρμένοι καὶ τὰ βήματα του τὸν ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια. Ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς ὁμοίως ἀπ’ αὐτόν.
Ὁ ψεύτης περνάει τὴ ζωὴ του μέσα στὴν πίκρα, γιατὶ τὸ ψέμα καθημερινὰ τὸν ποτίζει θλίψεις. Μὲ κακοδαιμονία καὶ ἀθλιότητα βαδίζει πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του καὶ σπαταλάει τὸν βίο του μέσα στὴ δυστυχία. Κανεὶς δὲν τὸν ἐλεεῖ, κανεὶς δὲν τὸν βοηθάει, ἀφοῦ καὶ ὅταν ὑποφέρει κανεὶς δὲν τὸν ἀνακουφίζει καὶ ὅταν λέει ἀλήθεια κανεὶς δὲν τὸν πιστεύει. Ὀ ψεὺτης γίνεται θύμα τοῦ ψεύδους καὶ πεθαίνει ἐλεεινὸς ἐξαιτίας τοῦ ψεύδους.
5. Περὶ διαβολῆς.
Διαβολὴ εἶναι ἡ ψεύτικη κατηγορία, ἡ συκοφαντία, ἡ κακολογία.
Γιὰ τὴ διαβολή, ὁ Κλεάνθης ὁ φιλόσοφος, λέει τὰ ἑξῆς: «Κακούργημα μεγαλύτερο ἀπὸ τὴ διαβολὴ δὲν ὑπάρχει. Γιατὶ κρυφᾶ ἐξαπάτησε αὐτὸν ποὺ γιὰ ἄλλα ἦταν βέβαιος ὅτι γνώριζε καί ξεσηκώνει μίσος γι’ αὐτὸν ποὺ δὲν εὐθύνεται».
Ὁ δὲ Μενανδρος λὲει για τὴ διαβολὴ τὰ ἑξῆς: «Όποιος στὶς διαβολὲς πιστεύει γρηγορα, ἢ ἐνεργεῖ κι αὐτὸς με τρόπους πονηροὺς ἢ παντελῶς μικροῦ παιδιοῦ ἔχει τὴ γνώμη. Τίποτα πιὸ ἐπίπονο ἀπὸ τὴ διαβολὴ δὲν εἶναι, γιατὶ γιὰ σφάλμα ποὺ ἄλλος ἔπραξε, ἄλλον νὰ ὑποστεῖ τήν κατηγορία ἐξαναγκάζει».
Ὁ δὲ Θουκυδίδης λέει: «Δὲν εἶναι φρόνιμο, οὔτε νὰ ἐξαπολύει κανεὶς διαβολὲς πρὸς τοὺς ἄλλους, οὔτε νὰ δέχεται νὰ τὶς ἀκούει».
Ὁ Ἡρὸδοτος λέει: «Ἡ διαβολὴ εἶναι μεγάλο βάσανο. Ἑν προκειμένῳ δύο εἶναι οἱ ἀδικοῦντες, ἕνας δὲ ὁ ἀδικούμενος· διοτι ὁ μὲν ἕνας ποὺ διαβάλλει κατηγορεῖ αὐτὸν ποὺ δὲν εἶναι παρών· ὁ δὲ ἄλλος ἀδικεῖ, γιατὶ ἀλλάζει γνώμη πρὶν στὰ σίγουρα μάθει τὴν ἀλήθεια. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἀδικεῖται σὲ ὅλα αὐτά, ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴ συζήτηση καὶ διαβάλλεται ἀπὸ ἄλλον ὅτι εἶναι κακός».
Ὁ Φίλων λέει ὅτι: «Αὐτοὶ ποὺ μὲ διαβολικὲς πανουργίες κάνουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ δυστυχοῦν, εἶναι διαβολεῖς. Ἔτσι, διώχνουν τὴ Θεία χάρη μὲ κάθε τρόπο, μισοῦν τὸν Θεὸ καὶ καταστρέφουν κάθε εὐτυχία».
Ὁ Ἱππίας λέει: «Εἶναι τρομερὸ πρᾶγμα ἡ διαβολὴ καὶ πιὸ ἐγκληματικὴ ἀπὸ τὴν ὕβρη. Ἡ ὕβρις εἶναι πιὸ δίκαιη, γιὰ τὸ ὅτι δὲν εἶναι κρυφή».
Ὁ Μάξιμος ὁ Όμολογητὴς λέει: «Αὐτοὺς ποὺ σοῦ μεταφέρουν διαβολὲς καὶ λόγια, μὴ θαρρεῖς ὅτι σὲ εὐνοοῦν, ἀλλὰ νὰ τοὺς ἀποστρέφεσαι σὰν φίδια φαρμακερά».
Ὁ Θεῖος Χρυσόστομος λέει γιὰ τοὺς διαβολεῖς τὰ παρακάτω: «Αὐτὸς ποὺ διαβάλλει τὸν πλησίον του, εἶναι σὰν νὰ τρώει ἀδελφικὸ κρέας, γιατὶ τοῦ τραυμάτισε πρῶτα τὴν ὑπόληψη καὶ στὴ συνέχεια τοῦ κατάφερε μὲ διαβολικὰ λόγια ἄλλα χίλια κακά».
6. Περὶ δολίου ἀνθρώπου.
Ὁ Θεῖος Χρυσόστομος λέει γιὰ τὸν δόλιο τὰ ἑξῆς: «Κοίτα ἐδῶ ἕνα διαφωτιστικὸ εὐαγγελικὸ παράγγελμα, γιατὶ νὰ εὔχεσθε λέει νὰ μὴ μπεῖτε σὲ πειρασμὸ, μ’ αὐτὸν δὲ τὸν πειρασμὸ τίποτα δὲν εἶναι ἰσάξιο, ἀπὸ τὸ νὰ πέσεις σὲ δόλιο ἄνθρωπο. Αὐτὸς εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνος κι ἀπὸ θηρίο, γιατὶ τὸ θηρίο ὅπως εἶναι ἔτσι καὶ παρουσιάζεται. Ὁ δόλιος ὅμως πολλὲς φορὲς καλύπτεται, κρύβεται καὶ κάνει τὴν ἐνέδρα πιὸ ἐπικίνδυνη, ὥστε αὐτὸς ποὺ παραπλανιέται νὰ πέσει κυριολεκτικὰ σὲ βάραθρο, δίχως νὰ φυλαχθεῖ καθόλου. Δὲν θὰ ὑπερβάλλει ἂν πεῖ κανεὶς ἄδικα τὰ χείλη ποὺ βλάπτουν τὴν ἀρετὴ καὶ ὁδηγοῦν στὴν κακία».
Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει ἐπίσης γιὰ τὸν δόλο: «Ὁ δόλος εἶναι μιὰ κακότητα ποὺ γίνεται κρυφὰ καὶ προσποιεῖται ὅτι προσφέρει τὰ καλύτερα στὸν πλησίον».
Ὁ ὅσιος Νικήτας ὁ Στηθάτος λέει περὶ δολιότητας τὰ ἑξῆς: «Τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει κακὸ μάτι, τὰ χείλη τοῦ μιλοῦν ἄδικα καὶ ἡ γλῶσσα του εἶναι δόλια, μοιάζει δὲ μὲ τὴ γλῶσσα καὶ τὸ στόμα τοῦ φιδιοῦ, φέρνοντας ὅμοια μὲ αὐτό, θανατηφόρο ἰὸ. Ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, ὁ καθένας ποὺ εὔχεται κατὰ Θεὸν καὶ βαδίζει σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα Του, ἃς ἀπομακρύνει τὴν ψυχὴ του, γιατὶ ἀπὸ δαιμονικὴ καρδιά καὶ ἀσύνετη ψυχὴ ἐπέρχονται ὀλέθριες φῆμες στ’ αὐτιά τῶν ἀνθρώπων». Ἀπὸ ἄνθρωπο ἄδικο καὶ δόλιο ἃς μᾶς γλυτώσει ὁ Κύριος.
8. Περὶ λοιδορίας.
Λοιδορία εἶναι ἡ κακολογία, ἡ βρισιά, ἡ καταλαλιά. Ὁ λοίδορος εἶναι μοχθηρός, ἐπιρρεπὴς σὲ κοροϊδίες, σὲ ὕβρεις καὶ κατηγορίες ἔχει βρώμικη καρδιά, τὸ πνεῦμα του εἶναι διεστραμμένο καὶ ἡ ψυχὴ του πανοῦργα. Τὸ ἴδιο καὶ τὸ στόμα του, ἡ δὲ γλώσσα του δόλια, τὰ χείλη του βέβηλα, τὰ λόγια του ἄδικα. Στέκεται πικρὸς δικαστὴς τοῦ ἀδελφοῦ του, τὸν κατακρίνει χωρὶς νὰ τὸν ἀφήσει νὰ ἀπολογηθεῖ. Δίχως ἔλεος, ἀδυσώπητος, τοῦ ἐπιτίθεται καὶ τοῦ ἀπαγγέλλει τὴν καταδίκη του. Ὁ λοίδορος δὲν διαφέρει ἀπὸ τὸν δολοφόνο, γιατὶ ὁ μὲν ἀφαιρεῖ τὴ ζωή, ὁ δὲ ἀφαιρεῖ τὴν τιμὴ, τὸ βάθρο ὅπου στηρίζεται ἡ ζωή.
10. Περὶ συκοφαντίας καὶ συκοφάντη.
Συκοφαντία εἶναι ἡ ψεύτικη κατηγορία. Ὁ συκοφάντης εἶναι ψεύτης. Κάποιος δὲ σοφὸς λέει: «Κανέναν ἄλλο νὰ μὴν ἐννοεῖς ψεύτη, παρὰ τὸν συκοφάντη. Διότι σὲ τίποτα δὲν διαφέρει τὸ ψέμα ἀπὸ τὴ συκοφαντία». Καὶ οἱ παλιότεροι καὶ οἱ τωρινοί, αὐτὸν ποὺ διαβάλλει καὶ αὐτὸν ποὺ καταδίδει, τὸν καλοῦν συκοφάντη.
Εἶναι βέβαιο ὅτι τὴ συκοφαντία τὴν ἔχει ἐφεύρει ὁ Διάβολος. Ἡ γλώσσα τοῦ συκοφάντη εἶναι σὰν τὸ δηλητήριο τοῦ σκορπιοῦ. Ὁ συκοφάντης εἶναι ἀμετακίνητος στὸ ἔργο του. Ἀκόμη καὶ τοὺς ἄρχοντες τοὺς παρακινεῖ νὰ ἀπλὼνουν τὰ χέρια τους στὴ συκοφαντία. Ὁ συκοφάντης ἐφευρίσκει ψέματα καὶ διαβάλλει τὰ πάντα: «ἐξολοθρεύσει Κύριος, πάντα τὰ χείλη τὰ δόλια». Ἡ γλώσσα τοῦ συκοφάντη μισεῖ τὴν ἀλήθεια. Ἡ συκοφαντία κυρίευσε νέους καὶ γέρους, ἄρχοντες καὶ δυνάστες. Ὁ συκοφάντης χαίρεται τόσο πιὸ πολὺ ὅσο τὸ ἔργο του εὐδοκιμεῖ.
ΠΗΓΗ: βιβλίο «Τό γνῶθι σαυτόν»/ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ σελ. 97-101