Ποιός εἶναι ὁ ἀσεβῆς ἄνθρωπος; Ποιός εἶναι ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος; Ποιός εἶναι ὁ λοιμός ἄνθρωπος;Ὑπάρχει διάκριση ἀνάμεσα στόν ἀσεβῆ καί τόν ἁμαρτωλό; (π. Αθανάσιος Μυτιληναίος)

Ψαλ. 1,1            

Μακάριος ἀνήρ, ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη καὶ ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΕ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ

Δίπλα στα τρία αὐτά ἔχει ἄλλα τρία παράλληλα. Προσέξτε τώρα: «βουλὴ ἀσεβῶν», «ὁδὸς ἁμαρτωλῶν» καί «καθέδρα λοιμῶν». Ἔχουμε λοιπόν τρεῖς ὀνομασίες ἐδῶ: εἶναι οἱ ἀσεβεῖς, οἱ ἁμαρτωλοί, καί οἱ λοιμοί.

Ὑπάρχει διάκριση ἀνάμεσα στόν ἀσεβῆ καί τόν ἁμαρτωλό;

Προσέξτε νὰ δεῖτε. Βέβαια, ἀπό μιά ἄποψη, ἡ ἀσέβεια εἶναι ἁμαρτία· ἀλλά ὑπάρχει μία διάκριση. Ὁ παραβάτης τῆς πρώτης ἐντολῆς εἶναι ἀσεβής· ὁ παραβάτης τῆς πέμπτης, ἕκτης ἐντολῆς, ἑβδόμης, ὀγδόης, ἐνάτης καί δεκάτης, εἶναι ἁμαρτωλός. Δηλαδή, ἄν εἶμαι μοιχός, ἄν εἶμαι κλέφτης, ἄν δέν σέβομαι τοὺς γονεῖς μου, εἶμαι ἁμαρτωλός. Ἂν ὅμως δέν πιστεύω στόν Θεό, βρίζω τόν Θεό, τότε εἶμαι ἀσεβής. Κάνοντας αὐτή τή διάκριση, πού τήν κάνει καί ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή, τί θά λέγαμε; ποιό εἶναι βαρύτερο; νά εἶσαι ἁμαρτωλός ἤ νὰ εἶσαι ἀσεβής; Βαρύτερο, ἀγαπητοί μου, εἶναι τὸ να εἶσαι ἀσεβής. Γι’ αὐτό να προσέξουμε. Ἁμαρτωλοί εἴμαστε λίγο-πολύ ὅλοι, ἀλλά ὁ ἀσεβής εἶναι πλέον σε φοβερή κατάσταση. Νά μᾶς φυλάξει ὁ Θεός καί νά μᾶς γλυτώσει ἀπό τό νά φθάσουμε στήν ἀσέβεια!

Στήν ἐποχή μας δέν ὑπάρχει μόνο πολλή ἁμαρτία, ἀλλά ὑπάρχει καί πολλή ἀσέβεια. Δέν ἔχουμε ἁπλά ἀνθρώπους πού πέφτουν σε σαρκικά ἁμαρτήματα ἤ σέ κλοπές ἤ σέ ἄλλες γνωστές ἁμαρτίες πού κάνουν οἱ ἄνθρωποι· ἔχουμε πολλή ἀσέβεια σήμερα. Οἱ ἄνθρωποί μας σήμερα τα βάζουν μέ τόν Θεό· δηλαδή εἶναι παραβάτες τῆς πρώτης ἐντολῆς. Αὐτό ἰδιαιτέρως ἐκκαίει, θα λέγαμε, προκαλεῖ τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ, τήν ὑποδαυλίζει. Γι’ αὐτό στήν ἐποχή μας πρέπει νά φοβόμαστε.

Φυσικά πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν γίνεται ἀπό εὐσεβής ξαφνικά ἀσεβής· περνάει ἀπό τό στάδιο τοῦ ἁμαρτωλοῦ γιά νά φθάσει στήν ἀσέβεια. Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, πέφτει σε ἁμαρτήματα, χρονίζοντα ἁμαρτήματα, γι’ αὐτό πρέπει πάντα νά τά φοβόμαστε αὐτά. Ὅταν τά ἁμαρτήματα χρονίζουν, αὐτό ἀρκεῖ γιὰ νὰ πεῖ ὁ ἄνθρωπος «οὐκ ἔστι Θεός»· κι ὅταν φθάσει νὰ πεῖ δὲν ὑπάρχει Θεός, πού εἶναι ἡ χαρακτηριζόμενη ἀθεΐα τῆς ἐποχῆς μας, αὐτό πιά εἶναι ἀσέβεια βαρειᾶς μορφῆς! Αὐτή λοιπόν εἶναι ἡ διάκριση ἀνάμεσα στόν ἁμαρτωλό καί τόν ἀσεβῆ.

Καί ποιός εἶναι ὁ λοιμός ἄνθρωπος; Εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἂν ἦταν ἄρρωστος –ἀπό ἐκεῖ εἶναι ἡ μεταφορά- θα μετέφερε μιά λοιμώδη, μιά κολλητική ἀρρώστια στόν ὑγιῆ. Ἔτσι καί ἐδῶ τώρα λοιμός εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού δέν εἶναι ἁπλῶς ἁμαρτωλός ἤ ἀσεβής, ἀλλά εἶναι καί ἐπικίνδυνος να κολλήσει τούς ἄλλους μ’ αὐτό πού ἔχει. Δηλαδή, μ’ ἄλλα λόγια, ἡ ἁμαρτία καί ἡ ἀσέβεια εἶναι μια κολλητική ἀρρώστια!

Πάει το παιδί μας στρατιώτης, βρίσκεται σ’ ἕνα περιβάλλον ἠθικά μολυσμένο –ἐπειδή το δημιουργοῦν το περιβάλλον αὐτό λοιμοί ἄνθρωποι- καί γρήγορα ἁρπάζει κι αὐτός τὴν ἠθική ἰνφλουέντσα, δηλαδή την ἀρρώστια. Κι ἔτσι βλέπουμε το παιδί μας, αὐτό πού δέν εἶχε πέσει στήν ἁμαρτία, να πέφτει, γιατί βρέθηκε σε περιβάλλον ἀνήθικο, ἀσεβές. Ἤ, βλασφημοῦν οἱ ἄλλοι, καί βλασφημεῖ κι αὐτός· ἤ, λένε οἱ ἄνθρωποι ὅτι δέν πιστεύουν στόν Θεό, καί βρίζουν τόν Θεό καί τά λοιπά. Καί ἔτσι, σιγά-σιγά, μέ τό πές-πές καί πές-πές, σιγά-σιγά κολλάει κι αὐτό τό παιδί αὐτή τήν ἀρρώστια.

Ἔτσι ἔχουμε τίς τρεῖς αὐτές κατηγορίες ἀνθρώπων φοβερῶν: τῶν ἁμαρτωλῶν, τῶν ἀσεβῶν καί τῶν λοιμῶν.

Οἱ Τελῶνες τί ἦσαν; Ἁμαρτωλοί. Οἱ Φαρισαῖοι τί ἦσαν, Ἀσεβεῖς. Γι’ αὐτό οἱ τελῶνες, οἱ πόρνες καί οἱ ἁμαρτωλοί, ἄκουγαν τό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, πίστευαν καί διορθώνονταν. Ἀλλά οἱ ἀσεβεῖς Φαρισαῖοι καί οἱ Σαδδουκαῖοι καί οἱ Γραμματεῖς; Τίποτα! Βλέπετε, ἀγαπητοί μου, τί φοβερό πράγμα εἶναι τό νά εἶσαι ἀσεβής ἄνθρωπος; Μένεις ἀμετανόητος! Ναί.

Απόσπασμα από ομιλία του π. Αθανασίου: