Ὅτι δεῖ τὸν τῷ Θεῷ ἄρεσαι ζητοῦντα, τὰς ἐκ τῶν ἀνθρώπων ἀτιμίας ἢ τιμᾷς εἰς οὐδὲν λογίζεσθαι.
Αὐτός, ποὺ θέλει νὰ εὐαρεστὴ εἰς τὸν Θεόν, οὐδόλως πρέπει νὰ λαμβάνῃ ὑπ’ ὄψιν τοῦ τοὺς ἐξευτελισμοὺς καὶ τὰς τιμᾷς τῶν ἀνθρώπων.
«Να μην λαμβάνομεν υπόψιν εξευτελισμούς ή τιμές.»
Α. Εν τω Γεροντικώ.
ΕΝΑΣ ΑΔΕΛΦΟΣ έπεσκέφθη τον Άγιον Μακάριον τον Αιγύπτιον. Μεταξύ των δε διημείφθη ο εξής διάλογος:
– Αββά – ηρώτησεν ο επισκέπτης – συμβούλευσε με πώς δύναμαι να σωθώ;
– Πήγαινε εις τα μνήματα-απήντησεν ο Άγιος Μακάριος να υβρίσης τους νεκρούς και μετά έλα να σου ειπώ.
Πράγματι μετέβη ο αδελφός εις το νεκροταφείον και ύβρισεν, έρριψε πέτρας εις τους τάφους και επέστρεψε προς τον Γέροντα.
-Έ! λοιπόν, -τον έρωτά ο “Αγιος Μακάριος-τι συνέβη; – Τους ύβρισα, τους επετροβόλησα! – Τί σου απήντησαν οι νεκροί δι’ όσα τους είπες; – Τίποτε!
-Να υπάγης πάλιν αύριον εις τα ίδια εκείνα μνήματα και να τους επαινέσης.
Την άλλην ημέραν, εκτελών την εντολήν του Αγίου Μακαρίου ο Μοναχός, μετέβη εις τα ίδια μνήματα και ήρχισε να τους επαινή, αποκαλών αυτους Αποστόλους, Αγίους, Δικαίους. Αφού ετελείωσε το έργον αυτό επέστρεψε πάλιν εις τον ‘Αββάς Μακάριον, ο οποίος τον ηρώτησεν:
-Έκαμες αυτό, που σου είπα; – – Μάλιστα, Γέροντα επήγα, τους επήνεσα και τους εδόξασα! – Και τί σου είπαν λοιπόν; – Τίποτε!
-Είδες, τέκνον μου, πόσον τους προσέβαλες και τίποτε δεν σου είπαν αλλά και πόσον τους εδόξασας και εσιώπησαν! «Έτσι και συ να κάνης, εάν θέλης να σωθής! Να γίνης νεκρός και να μη λαμβάνης υπ’ όψιν σου ούτε τας κατά σού ατίμους επιθέσεις των ανθρώπων, ούτε τους επαίνους των, όπως έκαμαν οι νεκροί, τους οποίους επεσκέφθης. Τότε μόνον θα ήμπορέσης να σωθής.